ετεροπρόσωπος

ετεροπρόσωπος
-η, -ο (ΑΜ ἑτεροπρόσωπος, -ον)
αυτός που συντάσσεται κατά το φαινόμενο τής ετεροπροσωπίας
αρχ.
φρ. «σχῆμα ἑτεροπρόσωπον» — όταν εκφράζεται κάποιος χρησιμοποιώντας αυτολεξεί φράσεις άλλου.
επίρρ...
ετεροπροσώπως και ετεροπρόσωπα (ΑΜ ἐτεροπροσώπως)
κατά το φαινόμενο τής ετεροπροσωπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + πρόσωπο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετεροπρόσωπος — η, ο αυτός που συντάσσεται κατά το συντακτικό κανόνα της ετεροπροσωπίας: Ετεροπρόσωπη σύνταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑτεροπροσώπως — ἑτεροπρόσωπος of another person adverbial ἑτεροπρόσωπος of another person masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτεροπρόσωπον — ἑτεροπρόσωπος of another person masc/fem acc sg ἑτεροπρόσωπος of another person neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • ετεροπροσωπία — η [ετεροπρόσωπος] το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το υποκείμενο τού απαρεμφάτου ή τής μετοχής είναι διαφορετικό από το υποκείμενο τού ρήματος στο οποίο αναφέρεται …   Dictionary of Greek

  • ετεροπροσωπώ — ἑτεροπροσωπῶ, έω (Μ) [ετεροπρόσωπος] διαφέρω κατά το πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”